φωτόγραμμα

φωτόγραμμα
το, Ν
(φωτογρ.) σκιαγραφικό φωτογραφικό είδωλο, παραγόμενο με την τοποθέτηση αδιαφανούς, διαφώτιστου ή διαφανούς αντικειμένου μεταξύ φωτοπαθούς χαρτιού ή φωτογραφικού φιλμ και φωτεινής πηγής και, τέλος, με την εμφάνιση τού σχηματισμένου με τον τρόπο αυτό λανθάνοντος ειδώλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photogram, γαλλ. photogramme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτογράφημα — το, Ν 1.το αποτέλεσμα τής φωτογράφησης, φωτογραφία 2. (τοπογρ.) το φωτόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραμμετρία — και φωτογραμμομετρία και φωτογραφομετρία, η, Ν 1. (τοπογρ.) η τεχνική χαρτογραφίας και τοπογραφίας με τη βοήθεια φωτογραφιών 2. μέθοδος προσδιορισμού τών διαστάσεων τών αντικειμένων με εκτέλεση μετρήσεων πάνω σε φωτογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”